παλιούρα

παλιούρα
η
το φυτό παλίουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. παλίουρος, με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αλεξανδρής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στις Σπέτσες. Υπηρέτησε ναύκληρος σε διάφορα πλοία καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το πλοίο του κατέστρεψε μια τουρκική κανονιοφόρο και συνέλαβε αρματωμένη μια άλλη. Ανδραγάθησε στην καταστροφή… …   Dictionary of Greek

  • παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • Διρφύων, δήμος — Νέος δήμος (7.308 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίου Αθανασίου, Αμφιθέας, Βούνων, Γλυφάδας, Θεολόγου, Καθενών, Καμπιών, Λούτσας, Μίστρου, Παλιούρα, Πισσώνος, Πούρνου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”